- καλογεννημένος
- η , ο1) родившийся под счастливой звездой; 2) из хорошей семьи
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλογεννημένος — η, ο βλ. καλογεννώ … Dictionary of Greek
καλογεννώ — άω 1. γεννώ εύκολα 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) καλογεννημένος, η, ο α) ο γεννημένος με αίσιους οιωνούς β) αυτός που κατάγεται από καλή οικογένεια … Dictionary of Greek